Οι επιστήμονες βρίσκονται καθ' οδόν να ανακαλύψουν τους τρόπους για να χρησιμοποιήσουν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου για να βγάλουν στην επιφάνεια τις αλήθειες που κάποιος προσπαθεί να αποκρύψει.
Οι τεχνικές αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια επανάσταση στη δουλειά της αστυνομίας, να βελτιώσουν στο μάξιμουμ την εθνική ασφάλεια αλλά και να απειλήσουν τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Αν μπορείς να κρύψεις μυστικά από έναν ανιχνευτή ψέμματος, σίγουρα δε θα μπορέσεις να κάνεις το ίδιο με τον ίδιο σου τον εγκέφαλο.
Η νέα τεχνική σκαναρίσματος του εγκεφάλου μπορεί να αποκαλύψει αν κάποιος αναγνωρίζει ένα γνωστό και οικείο πρόσωπο, ανεξάρτητα του πόσο φιλόδοξα και ευρηματικά προσπαθεί να το αποκρύψει. Η μηχανή ανίχνευσης, αποκαλούμενη λειτουργικό MRI, παίρνει τις εικόνες που δίνουν έμφαση σε συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιπτώσεων. Συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται όταν βρεθείς ενώπιος-ενωπίον με ένα πρόσωπο που έχεις ξαναδεί.
Ο, τιδήποτε κάνουμε, ο,τιδήποτε ένας φιλόδοξος εχθρός σχεδιάζει ξεκινά στον εγκέφαλο. Εξετάζοντας λοιπόν τις λειτουργίες του εγκεφάλου, εξετάζουμε και τους τρόπους να διαβάσουμε τη σκέψη. Αν το MRI είναι μόνο η αρχή στην ανίχνευση του ψεύδους, μακροπρόθεσμα, όχι σε περισσότερο από 50 χρόνια λένε οι επιστήμονες, θα είμαστε σε θέση να διαβάσουμε αναλυτικά και ουσιαστικά το ανθρώπινο μυαλό. Το γεγονός αυτό βέβαια αποτελεί μια πρωτοφανή απειλή στην πιο ιδιωτική σφαίρα της ανθρωπότητας. Φανταστείτε! Ούτε καν το σπίτι σου! Το ίδιο σου το μυαλό! Τα πιθανά οφέλη για την ασφάλεια του ατόμου αλλά και η προοπτική για την καταλυτική κατανόηση της λειτουργίας του μυαλού επισκιάζεται από το όραμα μια Οργουελικής αστυνομοκρατούμενης κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα πάνω στην έρευνα για το διάβασμα του εγκεφάλου δεν ήταν προϊόν μιας νυχτός. Η αναζήτηση ξεκίνησε στη δεκαετία του ' 70, όταν ακόμα η μελέτη της ανθρώπινης συνείδησης φάνταζε τόσο άχρωμη που έδειχνε να βρίσκεται έξω από τα πλαίσια της επιστημονικής αναζήτησης. Με την εμφάνιση των μηχανών απεικόνισης όπως το MRI, οι επιστήμονες βρήκαν ότι οι μηχανές ήταν σε θέση να δείξουν τον εγκέφαλο σε δράση επισημαίνοντας τον τρόπο με τον οποίο το αίμα έρεε σε συγκεκριμένες περιοχές κατά τη διάρκεια διαφόρων διανοητικών λειτουργιών. Έτσι δοκίμασαν να βρουν ποιές από τις πολυάριθμες και μικροσκοπικές δομές του εγκεφάλου ενεργοποιούνταν όταν τα άτομα πάνω στα οποία πειραματίζονταν διάβαζαν λέξεις, αναγνώριζαν μορφές και σχήματα, και όταν προσπαθούσαν να θυμηθούν γεγονότα.
Οι πρώτες μηχανές που φτιάχτηκαν χρησιμοποίησαν ραδιοενεργούς ανιχνευτές που "άναβαν" σε περιοχές όπου ο μεταβολισμός ήταν γρηγορότερος. Αργότερα οι δοκιμές παρεκτράπηκαν κατά κάποιο τρόπο, αφού ακολούθησαν το δρόμο της μελέτης των διαφορών στον τρόπο που άνδρες και γυναίκες χρησιμοποιούν τον εγκέφαλό τους. Ανακαλύφθηκε ωστόσο πως οι διαφορές αυτές στη χρησιμοποίηση του εγκεφάλου είχε προικίσει τις γυναίκες με καλύτερη μνήμη και καλύτερο έλεγχο των παθών και συγκινήσεων, ενώ οι άνδρες ήταν πιθανότερο να είναι ασυγκράτητοι.
Στα τελευταία χρόνια ωστόσο, η έρευνα στράφηκε στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται στη συγκίνηση. Μια σειρά από πειράματα πραγματοποιήθηκαν προς αυτό το στόχο, με πιο εντυπωσιακό ίσως εκείνο του νευροψυχολόγου Ruben Gur, καθηγητή του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, ο οποίος με τη βοήθεια ενός φίλου του συγκέντρωσε 140 ηθοποιούς από την περιοχή της Φιλαδέλφεια. Τους ζήτησε να προσποιηθούν μια σειρά από συγκινήσεις όπως ευτυχία, θλίψη, φόβο, θυμό και απέχθεια. Τους τράβηξε φωτογραφίες και τις παρουσίασε στη συνέχεια σε εθελοντές των οποίων οι εγκέφαλοι σκανάρονταν με το λειτουργικό MRI, του οποίου δουλειά ήταν να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο τα μόρια στον ιστό του εγκεφάλου αποκρίνονταν σε ένα μαγνητικό πεδίο. Απομόνωσε διάφορα κέντρα στον εγκέφαλο που τα είδε να ενεργοποιούνται όταν οι εθελοντές κοίταζαν τις φωτογραφίες και στη συνέχεια ανακάτεψε τις φωτογραφίες αυτές με νέες φωτογραφίες για να δει εάν και πως οι εγκέφαλοί τους καταχωρούν την αναγνώριση. Διαπίστωσε λοιπόν πως τα γνωστά πρόσωπα υποκίνησαν περισσότερη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου τους απ' ότι οι νέες φωτογραφίες.
Οι ανακριτές έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει πολλές μεθόδους για να εντοπίσουν αν κάποιος ψεύδεται ή όχι -ανάλυση φωνής, παρατηρήσεις της γλώσσας του σώματος και των εκφράσεων του προσώπου, όπως και ο πολύγραφος, που μετρά τις αλλαγές στην αγωγιμότητα του δέρματος και τον αριθμό των καρδιακών χτύπων. Ο τελευταίος ωστόσο έχει αμφισβητηθεί από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ως μη αρμόδιο μέσο για να κρίνει εάν ένα άτομο αποτελεί κίνδυνο για της εθνική ασφάλεια. Ο πολύγραφος εντοπίζει τους ανθρώπους εκείνους που είναι αγχωμένοι μήπως φανεί ότι αυτά που λένε είναι ψέματα κι όχι αποκλειστικά εκείνους που λένε πραγματικά ψέματα.
Ένας άλλος ερευνητής, ο Langleben, μελετώντας παιδιά που παρουσίαζαν διαταραχή στη συγκέντρωση της προσοχής τους, παρατήρησε ότι δυσκολεύονταν να πουν έστω και μικρά ψεματάκια, αλλά εκείνο που έκαναν ήταν να αποκαλύπτουν ότι τους ερχόταν πρώτο στο μυαλό τους εκείνη τη στιγμή, το οποίο ήταν συνήθως η αλήθεια. Αυτό τον οδήγησε στο να αναρωτηθεί εάν το μέρος εκείνο του εγκεφάλου που βοηθά να ελέγχεις τη συγκέντρωση και τη συμπεριφορά σου, σε βοηθά επίσης στο να ψεύδεσαι.
Ο Langleben συνάντησε τον Gur και ξεκίνησαν μαζί ένα τυποποιημένο πείραμα που ονομαζόταν "τεστ ένοχης γνώσης" και που εφαρμοζόταν με τον Πολύγραφο. Εθελοντές κλήθηκαν να επιλέξουν ένα τραπουλόχαρτο και να το βάλουν σε ένα φάκελο μαζί με ένα χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων. Οι εθελοντές στη συνέχεια σκανάρονταν από το μηχάνημα ενώ ταυτόχρονα τους υποβάλλονταν μια σειρά απαντήσεων όπου όφειλαν να απαντήσουν με "ναι" ή όχι" σχετικά με την ταυτότητα του τραπουλόχαρτου που έβαλαν στο φάκελο. Οι ερευνητές τους υποσχέθηκαν ότι θα πάρουν τα 20 δολάρια αν καταφέρουν να εξαπατήσουν τον υπολογιστή.
Όταν οι εθελοντές έλεγαν ψέματα, ο ανιχνευτής παρουσίαζε αυξημένη δραστηριότητα σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, όπως και στο συγκεκριμένο σημείο του μετωπικού φλοιού που εμπλέκεται στη λήψη των αποφάσεων. Τέλος, οι ερευνητές είδαν περισσότερη δραστηριότητα στο μέρος του εγκεφάλου που ελέγχει το δεξί χέρι - δεδομένου ότι οι εθελοντές έπρεπε να δώσουν την απάντησή τους με το πάτημα κουμπιών.
Οι επιστήμονες δεν μπορούν ακόμα να πουν πότε ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος λέει ψέματα. Αυτό που κάνουν είναι να χειρίζονται αποτελέσματα από μέσους όρους των πειραμάτων τους επάνω σε κάποιους εθελοντές. Ωστόσο βρίσκονται όπως λένε πολύ κοντά στον τελικό τους στόχο: να ανιχνεύσουν τις αλήθειες μέσα από τα ψέματα.
Πηγή: esoterica.gr/forums