Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ |
Βιβλιογραφία: ΤΖΟΡΤΖ ΜΑΚΝΤΟΝΑΛΝΤ - Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ Τα περισσότερα αλλά και τα βασικότερα στοιχεία της καταγωγής του μυθολογικού συμβόλου της Λίλιθ βρίσκονται στο Ζοχάρ, τη Βίβλο της Λαμπρότητας, ένα παλιό εβραϊκό καβαλιστικό έργο του δέκατου τρίτου αιώνα. Ωστόσο, με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά δηλαδή του θηλυκού όμορφου δαίμονα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ενυπάρχει, έστω και εν σπέρματι, στη σουμεριακή, βαβυλωνιακή, ασσυριακή, περσική, αραβική, τευτονική και φυσικά, εβραϊκή μυθολογία. Στη Σουμερία, γύρω στην Τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ., αναφέρεται ως Λιλ, πνεύμα του αγέρα αλλά και καταστροφικός άνεμος. Στους Σημίτες της Μεσοποταμίας κατονομάζεται σαφώς ως Λίλιθ. Αργότερα η ονομασία αυτή θα συνενωθεί με την εβραϊκή λέξη Layil (Λαγίλ), που σημαίνει νύχτα, και θ’ αποκτήσει τα οριστικά πλέον χαρακτηριστικά της. Γίνεται ο συγκεκριμένος προαναφερθείς θηλυκός δαίμονας της νύχτας, ο οποίος υποδουλώνει άντρες και γυναίκες που κοιμούνται μόνοι τους’ τους προκαλεί σεξουαλικά όνειρα, νυχτερινούς οργασμούς και βασανιστικές ονειρώξεις. Στη Συρία, τον όγδοο αιώνα π.Χ. περίπου , η Λίλιθ, που εδώ ονομάζεται σούκουμπους –θηλυκός δαίμονας πάντα, το αρσενικό του ονομάζεται ίνκουμπους – ταυτίζεται με μια βρεφοκτόνο μάγισσα αποκτώντας και αυτό το χαρακτηριστικό. Ο βασικός μύθος ωστόσο της Λίλιθ ξεκινά από τη γραφή. Στη Γένεση Α 27 αναφέρεται: Και εποίησεν ο θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα θεού εποίησεν αυτόν, άρρεν και θήλυς εποίησεν αυτούς. Όπως διαπιστώνει εύκολα κανείς, ο Αδάμ ή Άνθρωπος, αλλά και ο θεός επίσης, παρουσιάζονται εδώ ως ανδρόγυνοι. Γι’ αυτό και οι καβαλιστές υποστηρίζουν πως την ώρα που ο Ευλογημένος δημιούργησε-έπλασε τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, τον έπλασε ανδρόγυνο. Το πλάσμα αυτό είχε δύο φύλα και δύο όψεις, μία προς κάθε κατεύθυνση. Αργότερα ο ευλογημένος διαχώρισε τον Αδάμ σε δύο όντα, δίνοντας στο καθένα από μία πλάτη. Η Λίλιθ, είναι λοιπόν, το θηλυκό μέρος του Αδάμ ή Αδαμάχ, η θηλυκή εβραϊκή λέξη για τη γη και το χώμα, μία και το αρχικό αυτό πλάσμα φτιάχτηκε απ’ αυτά τα υλικά. Ο διαχωρισμός του ανδρόγυνου Αδάμ έγινε για να του δοθεί μία σύντροφος, γιατί η εμπειρία του από την ενστικτώδη συμπεριφορά των ζώων του Παραδείσου, δηλαδή τη συνεύρεση του καθενός με το ταίρι του, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει τη μοναξιά του. Έτσι, ο θεός απέσπασε από τον Αδάμ το θηλυκό μέρος του για να του γίνει η σύντροφός του. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, και αφού είχε πραγματοποιηθεί ο διαχωρισμός, το ατελές προς ώρας πλάσμα Λίλιθ δέχτηκε την εωσφορική, δαιμονική επίδραση του Σατανά, με αποτέλεσμα τα όντα που γεννούσε στη συνέχεια η Λίλιθ, μετά την ένωσή της με τον Αδάμ, να είναι διαβολικά-τερατόμορφα. Στο Ζοχάρ πάντα ο ραβίνος Συμεών δηλώνει:” Βρήκα γραμμένο σ’ ένα παλιό βιβλίο πως αυτό το θηλυκό δεν ήταν άλλο από την αρχική Λίλιθ που έμεινε μαζί του και συνέλαβε απ’ αυτόν”. (Ζοχάρ I, 34Β) Στη συνέχεια, κάποια στιγμή η Λίλιθ εγκατέλειψε τον Αδάμ και κατέφυγε στις ερημιές της Ερυθράς Θάλασσας κι εκεί παντρεύτηκε με τον Διάβολο. Και τότε ο Ιεχωβά δημιούργησε, με τον γνωστό τρόπο, δηλαδή απ’ την πλευρά του Αδάμ, τη δεύτερη σύζυγο του, την υποτακτική Εύα. «Η Λίλιθ, για να εκδικηθεί την ανθρώπινη σύζυγο του Αδάμ, παρότρυνε την Εύα να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό και να συλλάβει τον Κάιν, αδερφό και φονιά του Άβελ», σημειώνει ο Μπόρχες. Ο θεός την τιμώρησε για την εξαπάτηση της αθώας Εύας κόβοντας τα πόδια του ερπετού, τη μορφή του οποίου είχε πάρει. Γι’ αυτό, κατά μία εκδοχή, η Λίλιθ δεν έχει χέρια και πόδια για περιπτύξεις και εναγκαλισμούς. Μετά το αρχέγονο μυθολογικό της σχήμα, η μορφή της ποικίλλει. Μια πρώτη εκδοχή την παρουσιάζει με σώμα ερεθιστικά όμορφης γυναίκας από το κεφάλι μέχρι τη μέση, αλλά από κει και κάτω είναι πύρινη φλόγα. Μια άλλη εκδοχή, η συνηθέστερη, τη θέλει από τη μέση και πάνω πάντα σαγηνευτική, προκλητική και ακαταμάχητη γυναίκα και από τη μέση και κάτω ερπετό. Στο Μεσαίωνα θα συναντηθεί ως Λίλι ή Λίλου δεν είναι πλέον φίδι αλλά φάντασμα της νύχτας ή τέρας ή δαίμονας «πού ρίχνεται σ΄αυτούς που κοιμούνται μονάχοι ή περπατούν στους έρημους δρόμους». Η πιο διαδεδομένη παραλλαγή της είναι της γυναίκας με την υπνωτιστική ομορφιά, της οποίας όμως τα πόδια, παρόλο που είναι καλλίγραμμα, σκεπάζονται με πυκνές, σκληρές τρίχες, ιδιομορφία για την οποία ντρέπεται ιδιαιτέρως. Γι΄αυτό και δεν τα εκθέτει ποτέ σε κοινή θέα. Όταν, όμως, κάποιος άντρας τα δει κατά τύχη, είναι πλέον πολύ αργά γι’ αυτόν. Όπως διαφαίνεται, ουσιαστικά η Λίλιθ είναι το πρωταρχικό, αρχέγονο πρότυπο του μετέπειτα βρικόλακα, του οποίου το μολυσμένο θανατηφόρο δάγκωμα ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες. Εκτός από την επιθυμία του αίματος, η Λίλιθ έχει ακόμα την αρρωστημένη, ανίερη συνήθεια να παρακολουθεί αόρατη ζευγάρια που συνευρίσκονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, με πρόθεση να κλέψει σπέρμα απ’ αυτά προκειμένου να δημιουργήσει νέους δαίμονες. Μισεί βαθύτατα τα παιδιά των ανθρώπων και τις μητέρες τους, επειδή τα δικά της είναι αποκρουστικά και τερατόμορφα, γι’ αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να επέμβει στο μέλλον τους ή ακόμα να τα καταστρέψει. Ο εβραϊκός μύθος της Λίλιθ παραπέμπει στον αρχαιοελληνικό μύθο του ανδρόγυνου’ επίσης δεν είναι και άσχετος με τον δαίμονα Άλην των Ελλήνων της Καππαδοκίας ή με τις πανάρχαιες εκείνες δοξασίες που θεωρούν γενικά ερμαφροδιτισμό ως πρώτη μορφή του ανθρώπου. Μεταγενέστερες ιουδαϊκές παραδόσεις ονομάζουν Λίλιν δαίμονες της νύχτας, πλάσματα αντίστοιχα με την ελληνική στρίγκλα, λάμια, μορμώ, Αελλώ και άλλα ανάλογα σκοτεινά μυθικά όντα. Πλήθος μελετητών, συγγραφέων και ποιητών έχουν εμπνευστεί από το θρύλο της Λίλιθ. Όντα που κουλουριάζονται σε δάση και νερά Γιους που αστραποβολούν, κόρες που φωσφορίζουν... και άλλα τέτοια έχουν γραφτεί.. από όλα αυτά ενδεικτικά αξίζει να αναφερθούν: η Κόρη της Λίλιθ (The Daughter of Lilith) του Ανατόλ Φρανς (1844-1924), το Η Ψυχή της Λίλιθ ( The soul of Lilith) της Μαρίας Κορέλι (1864-1924)κ.α. ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖ ΜΑΚΝΤΟΝΑΛΝΤ Ο Τζορτζ Μακντοναλντ προσεγγίζει τη δική του Λίλιθ μέσα από το αρχέγονο σχήμα της. Είναι ωραία και ελκυστική, σαγηνευτική και επικίνδυνη. Είναι η αιμοπόρτα βασίλισσα της νύχτας, η εμπεριέχουσα ωστόσο το θεϊκό σπέρμα μιας και προέρχεται από το αρχικό θεϊκό πλάσμα που έπλασε ο δημιουργός. Στοιχειώνει το σύμπαν και σφραγίζει τη ζωή και τη μοίρα του ήρωα για να χαθεί στο τέλος μέσα στο μύθο που τη γέννησε. Ο αρχαίος Όφις με τη μορφή του φόβου συνεχίζει να κατοικεί μέσα της, διότι ο Παράδεισος είναι ένα φευγαλέο όνειρο, ενώ η γήινη Κόλαση μια απλή πραγματικότητα. Και η Κόλαση είναι κατοικημένη μόνο από τη Λίλιθ. Σ’ αυτή την Κόλαση θα προσπαθήσει να μην ξαναεισέλθει ο ήρωας, κι ας έχει μεταμορφωθεί σε Κήπο της Εδέμ, γιατί ξέρει ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα της μοιραίας συνάντησης, στην οποία θα ενδώσει. Ολόκληρο το έργο λειτουργεί σαν ένας εφιάλτης με φιλοσοφικό υπόστρωμα και προεκτάσεις. Το κοσμικό μυστήριο που περιβάλλει τον άνθρωπο και που στη συνέχεια θα διαπιστώσει ότι ενυπάρχει και μέσα του, παρουσιάζεται και εκδηλώνεται με τη μορφή σκοτεινών τεράτων, σκελετών, φαντασμάτων, φοβερών ερπετών, άνυδρων εκτάσεων, σιωπηλών στοιχειωμένων δασών, ξεραμένων ποταμών, εκτάσεων απόλυτου σκότους. Μέσα σ’ αυτό το εξωκοσμικό, τρομακτικό τοπίο, ο άνθρωπος αναζητά από τον εαυτό του, τρόπους να ξεπεράσει και να νικήσει τους τρόμους του, μια χαραμάδα που θα τον οδηγήσει σε κάποιο φως, λυτρώνοντάς τον από μια ακατανόητη κόλαση και μία ανεξήγητη πορεία στα σπλάχνα ενός κοσμικού τέρατος, στο τέλος της οποίας καραδοκεί, όχι ακριβώς το τέλος ή η λύτρωση αλλά μία άλλη είσοδο, προς ένα άλλο ακατανόητο σύμπαν. Βέβαια η κόλαση αυτή δεν είναι ένα ακόμα εγκεφαλικό κατασκεύασμα, είναι σαφώς οι άλλοι, δηλαδή η ανθρωπότητα, ιδωμένη μέσ’ από ένα συμβολικά παραμορφωτικό καθρέφτη, που επιστρέφει την πραγματικότητα με σύμβολα και παραβολές που σκοπό έχουν να τηναποκρυπτογραφήσουν, να την κριτικάρουν και να της υποδείξουν το σωστό δρόμο πρέπει να ακολουθήσει. Τα αθώα, αγγελόμορφαμικρά παιδιά, οι υπερφίαλοι, ζωώδεις γίγαντες, ο χορός των σκελετών, οι άνυδρες εκτάσεις, βουνά, λαγκάδια, ξεραμένες κοίτες ποταμών, γυμνά όρη, σιωπηλοί ουρανοί, πλάσματα της νύχτας και της ημέρας, όλα είναι παραμορφωμένες αντανακλάσεις μιας πραγματικότητας που κοιτάζει περίτρομη τον διαστρεβλωμένο και κατακερματισμένο εαυτό της σ’ ένα απρόβλεπτο τρομαχτικό κάτοπτρο. Η ύπαρξη της Λίλιθ με τα αρχέγονα χαρακτηριστικά της είναι, επομένως, φυσική σ’ ένα τέτοιο κόσμο. Ο παράδεισος δεν υπάρχει πια, ούτε και η ανάμνησή του, και το καινούργιο περιβάλλον με τους ατελείς κατοίκους του δημιουργεί όλες τις προϋπόθεσης συντήρησης και επαναβίωσής της. Έτσι, η Λίλιθ, σύμβολο του άλλου εαυτού, αναδύεται μέσα από το θρύλο της, φαντασίωση και υλική, απλή πραγματικότητα, επιθυμητή και απωθητική, άγγελος και δαίμονας, ωραία και τέρας, για να διεκδικήσει τον εαυτό της και τη θέση της στη ζωή. Και για να κατορθώσει αυτό πρέπει να αντλήσει ζωή από την ζωή, δηλαδή να τραφεί με το κύριο συστατικό της, το ΑΙΜΑ. Έτσι η Λίλιθ είναι ο πρώτος βρικόλακας, που η συνειδητοποίηση του εαυτού του τον οδηγεί μοιραία και αναπόφευκτα στην πράξη. Έτσι η Λίλιθ είναι πάντα σύμφωνη με τον εαυτό της. Το δηλώνει απερίφρακτα έχοντας επίγνωση της δημιουργίας της. «Όχι, δεν θα πάψω, θα είμαι ο εαυτός μου και όχι κάποιος άλλος». Αυτή είναι η επίγνωση, ωστόσο, αυτή η αποδοχή της πραγματικής, δοσμένης ή δημιουργημένης φύσης, δεν την απαλλάσσει από το βάσανο της αυτογνωσίας. «Το μαρτύριό είναι ότι είναι αυτή που είναι». Απ’ αυτήν την άποψή η Λίλιθ είναι ο σύνχρονος, συνειδησιακά υπαρξιακός άνθρωπος, του οποίου η αγωνιώδης κραυγή προσπαθεί να εκπορθήσει το μυστήριο και το ακατανόητο της δημιουργίας της: «Γιατί Εκείνος να με πλάσει έτσι;» Κι αμέσως κάνει τις πικρές, τραγικές διαπιστώσεις της, «Συνειδησιακά με έπλασε έτσι που να το ξέρω και να είμαι δυστυχισμένη». Και είναι δυστυχισμένη γιατί ξέρει πως δεν υπάρχει λύτρωση, δεν υπάρχει έλεος, δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από αυτό που είναι. Θα παραμείνει στόν αιώνα τον άπαντα ο δημιουργημένος εαυτός του, χώμα και νερό, που θα ξαναγυρίσουν και τα δύο σε μία ακατανόητη Γη. «Δεν ξαναπλάθομαι εγώ!» κραυγάζει μάταια συνειδητοποιώντας το τρωτό, φθαρτό που τον χαρακτηρίζει, την απέραντη δυστυχία του, «Διότι πρέπει να βιώνει τον θάνατο ως την αιωνιότητα». |
Blackstate.gr |