Η περίπτωση ενός αγοριού με υδροκεφαλισμό και φυσιολογική ζωή, σχεδόν χωρίς εγκέφαλο

Εγκέφαλος

Αυτή την ερώτηση απεύθυνε στους παρευρισκόμενους ενός συνεδρίου παιδιατρικής το 1980, ο Βρετανός νευρολόγος John Lorber. Αυτό το φαινομενικά αστόχαστο ερώτημα ξεπήδησε από τις περιπτωσιολογικές μελέτες, με τις οποίες ασχολούνταν ο J. Lorber, ήδη από τα μέσα του 1960.

Οι μελέτες αυτές αφορούσαν τα θύματα μιας ασθένειας με την ονομασία «Υδροκεφαλισμός». Η ασθένεια αυτή είναι αποτέλεσμα της ανώμαλης ανάπτυξης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και μπορεί να προκαλέσει από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση μέχρι θάνατο εάν δεν διαγνωστεί και θεραπευτεί.

Δύο μικρά παιδιά που είχαν εκδηλώσει την εν λόγω ασθένεια, σύμφωνα με  τον Lomberg παρουσίαζαν φυσιολογική για την ηλικία τους διανοητική ανάπτυξη. Σε κανένα από τα δύο παιδιά δεν υπήρχε ίχνος εγκεφαλικού φλοιού. Το ένα από τα δύο παιδιά πέθανε σε ηλικία 3 μηνών, ενώ το άλλο σε ηλικία 12 μηνών. Το δεύτερο εξακολουθούσε να παρουσιάζει ένα φυσιολογικό μοντέλο ανάπτυξης, με εξαίρεση την προφανή έλλειψη εγκεφαλικού ιστού, που είχε επιβεβαιωθεί από επανειλημμένα ιατρικά τεστ.

Μια αναλυτική μελέτη της περίπτωσης των παιδιών αυτών, είχε δημοσιευτεί στο Developmental Medicine and Child Neurology.

Αργότερα έπεσε στην αντίληψη ενός συναδέλφου του Lorber στο Πανεπιστήμιο του Sheffield, η περίπτωση ενός νεαρού με υδροκεφαλισμό. Ο νεαρός αποτάθηκε στον Lomberg παρόλο που η συγκεκριμένη ιδιομορφία δεν του προκαλούσε κανένα πρόβλημα.

Παρά το γεγονός ότι το αγόρι είχε δείκτη νοημοσύνης 126 και είχε πάρει αρκετά τιμητικά διπλώματα για τις επιδόσεις του στα μαθηματικά, «κυριολεκτικά δεν είχε εγκέφαλο».

Μια μέτρηση της ραδιοπυκνότητας γνωστή ως σπινθηρογράφημα CAT, έδειξε ότι το κρανίο του αγοριού ήταν επενδυμένο με ένα λεπτό στρώμα εγκεφαλικών κυττάρων, το οποίο δεν ξεπερνούσε σε πάχος το ένα χιλιοστό. Το υπόλοιπο κρανίο του ήταν γεμάτο με εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Ο νεαρός άνδρας εξακολουθεί να έχει μια απόλυτα φυσιολογική ζωή, με μόνη εξαίρεση την γνώση ότι «δεν έχει καθόλου μυαλό».

Παρά το γεγονός ότι ανέκδοτες καταγραφές ανάλογων περιπτώσεων, μπορούν να βρεθούν διάσπαρτες στην Παγκόσμια Ιατρική Λογοτεχνία, ο Lomberg ήταν ο πρώτος που παρουσίασε μια συστηματική μελέτη τέτοιων περιπτώσεων.

Είχε καταγράψει παραπάνω από 600 σπινθηρογραφήματα ανθρώπων που υπέφεραν από Υδροκεφαλισμό και τα είχε κατατάξει σε τέσσερις ομάδες:

  1. Αυτούς που είχαν σχεδόν φυσιολογικούς εγκεφάλους

  2. Αυτούς που το 50-70% του κρανίου τους ήταν γεμάτο με εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

  3. Αυτούς που το 70-90% του κρανίου τους ήταν γεμάτο από εγκεφαλονωτιαίο υγρό

  4. Και η ομάδα με την πιο σοβαρή μορφή της ασθένειας, με το 95% της κρανιακής τους κοιλότητας να είναι γεμάτο με εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

Από την τελευταία ομάδα η οποία αποτελούσε λιγότερο από το 10% της συνολικής μελέτης, τα μισά άτομα παρουσίαζαν σοβαρή διανοητική καθυστέρηση. Το υπόλοιπο 50% της ομάδας αυτής αποτελούνταν από άτομα με δείκτη ευφυΐας υψηλότερο του 100!

Οι σκεπτικιστές ισχυρίστηκαν ότι είχε γίνει λάθος στην ερμηνεία των ίδιων των σπινθηρογραφημάτων.

Ο ίδιος ο Lomberg παραδέχεται ότι η ερμηνεία ενός CAT σπινθηρογραφήματος μπορεί να είναι περίπλοκη υπόθεση. Παράλληλα πρόσθεσε ότι δεν θα κατέληγε ποτέ σε έναν τέτοιο ισχυρισμό χωρίς να έχει τις ανάλογες αποδείξεις.

Σαν απάντηση στις κατηγορίες ότι δεν καθόριζε με ακρίβεια την ποσότητα του εγκεφαλικού ιστού που έλειπε, ο Lomberg πρόσθεσε ότι «δεν μπορούσε να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια αν ο εγκεφαλικός ιστός του σπουδαστή μαθηματικών ζύγιζε 50 ή 150 γραμμάρια, σίγουρα όμως ήταν ξεκάθαρο ότι δεν πλησίαζε ούτε κατά διάνοια στα 1,5 κιλά εγκεφαλικού ιστού που αποτελεί τη φυσιολογική τιμή».

Πολλοί νευρολόγοι πιστεύουν ότι το γεγονός αυτό αποτελεί φόρο τιμής στον πλεονασμό του εγκεφάλου, και στη ικανότητα του να αναθέτει εκ νέου λειτουργίες.

Κάποιοι άλλοι παρ' όλα αυτά δεν είναι και τόσο σίγουροι. Ο Patrick Wall, Καθηγητής της Ανατομίας στο University College του Λονδίνου δηλώνει ότι το να μιλάμε για πλεονασμό αποτελεί το άλλοθι για να υπερφαλαγγίσουμε κάτι που δεν κατανοούμε.

O Norman Geschwind ένας Νευρολόγος στο νοσοκομείο Beth Israel της Βοστώνης, συμφωνεί: ο εγκέφαλος σίγουρα διαθέτει μια αξιοθαύμαστη ικανότητα να αναθέτει εκ νέου λειτουργίες μετά από μια τραυματική κατάσταση, αλλά συνήθως μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιου είδους διανοητική έλλειψη με τις κατάλληλες εξετάσεις, ακόμα και μετά από μια φαινομενικά πλήρη ανάρρωση.

Πηγή: Pathfinder.gr




Μοιραστείτε τη σελίδα στο:
Facebook | Twitter