Οι περισσότεροι γιατροί μπορούν, από την καθημερινή τους εμπειρία, να επιβεβαιώσουν ότι τόσο η εξέλιξη μιας θανατηφόρου ασθένειας όσο και η θετική ή η αρνητική ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπευτική αγωγή που του προτείνουν, δεν εξαρτώνται μόνο από την έγκαιρη διάγνωση και τη σωστή επιλογή θεραπείας, αλλά και από την ψυχολογική ιδιοσυγκρασία του ασθενούς.
Στο πλαίσιο, ωστόσο, της μηχανιστικής και στατιστικής προσέγγισης των παθήσεων που κυριαρχεί στη σημερινή Ιατρική, αυτή η ψυχο-βιολογική αλληλεξάρτηση αποτελεί ένα ενοχλητικό αίνιγμα: πώς η «άυλη» ψυχική στάση ή η προδιάθεση ενός ασθενούς μπορεί να επηρεάζει την «υλικότατη» σωματική του υγεία και την πορεία της θεραπείας του; Μήπως, εντέλει, για την εμφάνιση και την καταστροφική εξέλιξη μιας
Πολλοί από εμάς θα έχουν πιθανώς ακούσει, ή διαπιστώσει από προσωπική εμπειρία, ότι οι ασθενείς που αυτοπεριγράφονται ως «αισιόδοξοι» και υιοθετούν μια μαχητική στάση απέναντι στην ασθένειά τους, κινδυνεύουν λιγότερο να πεθάνουν όταν πληγούν από μια θανατηφόρο ασθένεια απ’ ό,τι οι πιο «απαισιόδοξοι» και ψυχικά αδύναμοι ασθενείς, που υποφέρουν από την ίδια ακριβώς ασθένεια. Η κατανόηση αυτού του φαινομενικά «παράλογου» γεγονότος απασχολεί την ιατρική επιστήμη από πολύ παλιά και -δυστυχώς- ακόμη δεν έχει βρεθεί μια ικανοποιητική εξήγηση.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί πλήθος συστηματικών μελετών, οι οποίες, ενώ επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα αυτού του φαινομένου, δεν έχουν καταλήξει σε μια μοναδική και κοινά αποδεκτή ερμηνεία του. Το γεγονός από μόνο του υποδηλώνει την εγγενή δυσκολία να αποκαλύψουμε τον περίπλοκο βιοψυχολογικό βρόχο που διαμορφώνει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη: τις στενές διασυνδέσεις μεταξύ της βιολογικής-σωματικής και της ψυχολογικής-νοητικής διάστασης της ζωής μας.
Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, οφείλουμε εξαρχής να διευκρινίσουμε ότι η όντως σκοτεινή ιδέα του «βιοψυχολογικού βρόχου» δεν υπονοεί καθόλου την ύπαρξη δύο διακριτών «ουσιών» (ψυχή-σώμα ή νοητικό-βιολογικό). Αντίθετα, αυτή η βαθιά εδραιωμένη -αλλά εντελώς εσφαλμένη- δυϊστική αντίληψη που επιμένει να διαχωρίζει το βιολογικό-σωματικό από το ψυχικό-νοητικό, αποτέλεσε κατά το παρελθόν, και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα, το πρωταρχικό εμπόδιο για την επιστημονική διερεύνηση αυτού και πολλών άλλων σχετικών φαινομένων, πόσω δε μάλλον για την κατανόηση και τη βέλτιστη θεραπευτική αντιμετώπισή τους, όταν η ρήξη του στενού βιοψυχολογικού βρόχου εκδηλώνεται ως ασθένεια!
Είναι, ελπίζουμε, αρκετά διαφωτιστικό να παρουσιάσουμε ορισμένες από τις πιο αξιόλογες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, με σκοπό να αποσαφηνιστεί το αν και κατά πόσο η σωστή ψυχολογική αντιμετώπιση από μέρους των ασθενών που πάσχουν από κάποια σοβαρή ασθένεια -καρδιαγγειακή ή και καρκίνο- μπορεί να επιβραδύνει ή και να ανακόψει την πορεία της νόσου.
Και αν δεχτούμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο, ισχύει άραγε και το αντίστροφο; Υπάρχουν δηλαδή ορισμένα ψυχικά χαρακτηριστικά που διευκολύνουν την εμφάνιση ή επιταχύνουν την ανάπτυξη μιας θανατηφόρου ασθένειας, όπως π.χ. ο καρκίνος; Με άλλα λόγια, μεταξύ των ασθενών υπάρχουν αρκετές «ανθυγιεινές προσωπικότητες», οι οποίες έχουν την προδιάθεση να αρρωσταίνουν βαριά και να αντιμετωπίζουν ανεπαρκώς ή παθητικά τη σοβαρή ασθένεια που τους απειλεί;
Για να απαντήσει σ’ αυτά τα σημαντικά -και στην πραγματικότητα συμπληρωματικά- ερωτήματα, ο Δανός ογκολόγος Αντερς Μπόντε Γένσεν αποφάσισε το 1991 να εξετάσει λεπτομερώς όλες τις διαθέσιμες τότε μελέτες σχετικά με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Απώτερος στόχος του ήταν να εξακριβώσει αν, όπως διατείνονταν κάποιοι γιατροί, υπάρχει όντως ένα ορισμένο ψυχολογικό προφίλ, το οποίο αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες εμφάνισης αυτής της μορφής καρκίνου στις γυναίκες που το εμφανίζουν, ενώ αντίθετα οι γυναίκες που δεν εμφανίζουν αυτά τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά σπανίως εκδηλώνουν αυτή τη μορφή καρκίνου.
Οπως διαπίστωσε ο Γένσεν, στην πλειονότητά τους, αυτές οι έρευνες ήταν ελάχιστα πειστικές είτε γιατί αφορούσαν ένα πολύ μικρό δείγμα γυναικών είτε γιατί παρουσίαζαν συχνά σοβαρές παραλείψεις στη στατιστική τους επεξεργασία. Παρ’ όλα αυτά, αναγνώρισε ότι όντως υπάρχει κάποια αμυδρή σχέση: οι γυναίκες που έχουν δυσκολία στην ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων τους -όπως π.χ. οργή, πόνος ή απελπισία- τείνουν να εμφανίζουν συχνότερα καρκίνο του στήθους.
Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληξαν την ίδια χρονιά και οι έρευνες δύο άλλων γιατρών, του Γιουργκ Μπέρνχαρντ στην Ελβετία και της Πατρίσια Γκανζ στις ΗΠΑ. Και σε αυτή την περίπτωση η καταστολή των συναισθημάτων φαίνεται πως σχετίζεται με τη μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης νεοπλασιών (και συγκεκριμένα στους πνεύμονες). Επειδή όμως η εμφάνιση καρκίνου στους πνεύμονες συνδέεται συνήθως και σχεδόν αποκλειστικά με τη συνήθεια του καπνίσματος, η επιρροή κάποιων αρνητικών συναισθημάτων των ασθενών δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιβεβαιωθεί.
Ωστόσο, σταδιακά έγινε σαφές σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ερευνητών ότι τα άτομα που συστηματικά καταστέλλουν τα συναισθήματά τους, και κυρίως τα πιο αρνητικά, όπως ο θυμός και η οργή, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια μορφή καρκίνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια αυστηρή και προβλέψιμη αιτιακή σχέση ανάμεσα σε ορισμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τον καρκίνο.
Το πρόβλημα με αυτές και άλλες ανάλογες έρευνες, που υποδεικνύουν ότι υπάρχει κάποια λίγο-πολύ στενή σχέση ανάμεσα στην εμφάνιση νεοπλασιών και στη συστηματική καταστολή των συναισθημάτων ή τις τραυματικές παιδικές εμπειρίες των ασθενών είναι ο αναδρομικός ή επί τούτω (ad hoc) χαρακτήρας αυτών των εξηγήσεων. Με άλλα λόγια, συνήθως οι ασθενείς απαντούν στο σχετικό ερωτηματολόγιο για το άμεσο ή απώτερο παρελθόν τους μόνο μετά τη διάγνωση του καρκίνου, γεγονός που αναμφίβολα επηρεάζει την κρίση των ίδιων και των γιατρών τους! Εξάλλου, η ζωή και η συμπεριφορά των ανθρώπων σπανίως «χωράει» στις χονδροειδείς ψυχολογικές ταξινομήσεις, όπως π.χ. άτομα του «τύπου C», στον οποίο κατατάσσονται όσοι ή όσες υποτίθεται ότι είναι πιο επιρρεπείς στην εκδήλωση νεοπλασιών, επειδή έχουν μονίμως μια ιδιαίτερα υποχωρητική, υπομονετική συμπεριφορά και σχεδόν ποτέ δεν εξωτερικεύουν τη δυσαρέσκεια ή την οργή τους. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί λίγες σοβαρές μελέτες για τις υποθετικές «καρκινογόνες προσωπικότητες».
Μια τέτοια σοβαρή έρευνα για τα πιθανά ψυχολογικά αίτια κάποιων μορφών καρκίνου είναι αυτή που ξεκίνησε το 2001 ο Ερικ Ζορίλα στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στη Φιλαντέλφια των ΗΠΑ. Αναλύοντας και αξιολογώντας τα αποτελέσματα πολλών μελετών, ο Ζορίλα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς είχαν συνήθως ένα πολύ εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Ειδικότερα, αρκετοί από αυτούς παρουσίαζαν δραστική μείωση των λευκών ημισφαιρίων στο αίμα, τα οποία ως γνωστόν παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού απέναντι σε εξωγενείς ή ενδογενείς παθογόνους παράγοντες.
Σε μια άλλη ανάλογη μελέτη του 2002, ένα ζευγάρι ερευνητών, η Τζάνις Κίκοτ και ο Ρόναλντ Γκλέιζερ, αποκάλυψαν ότι στο αίμα των καταθλιπτικών ατόμων υπάρχει υψηλότερη συγκέντρωση κυτοκινών (ειδική τάξη ρυθμιστικών μορίων που παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλες σχεδόν τις κυτταρικές λειτουργίες), η παρουσία των οποίων συμβάλλει στη δημιουργία φλεγμονών. Οι φλεγμονές των ιστών με τη σειρά τους επιταχύνουν τη γήρανση των ιστών, ενισχύουν την υπερδραστηριότητα του καρδιαγγειακού συστήματος και η υπερβολική συσσώρευσή τους είναι καρκινογόνος. Από αυτή την έρευνα προκύπτει ένας πρώτος πιθανός μηχανισμός για τη δημιουργία καρκινωμάτων από ψυχολογικά αίτια, μια δυνατότητα που πολλοί γιατροί εξακολουθούν να αρνούνται.
Σε μετέπειτα εκτενείς έρευνες, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο από τη Σουζάν Σέλεν και την ομάδα της, εξέτασαν 2.169 καρκινοπαθείς που θα υποβάλλονταν σε ακτινοθεραπεία. Από αυτή, όπως και από πολλές άλλες πιο πρόσφατες έρευνες, προέκυψε ότι η ψυχική διάθεση του ασθενούς επηρεάζει σημαντικά την πορεία της ασθένειας. Μια αισιόδοξη και μαχητική στάση διευκολύνει σημαντικά τη θεραπευτική αγωγή και συμβάλλει στην επιβράδυνση των καταστροφικών εκδηλώσεων της νόσου.
Το αποφασιστικό ερώτημα είναι αν οι πιο αισιόδοξοι και μαχητικοί καρκινοπαθείς ζουν περισσότερο από τους πιο απαισιόδοξους και παραδομένους στην κακή μοίρα τους ασθενείς. Σ’ αυτό το σημείο οι απόψεις των ειδικών εξακολουθούν να διίστανται: κάποιοι απαντούν θετικά, άλλοι όμως είναι περισσότερο επιφυλακτικοί, επειδή θεωρούν ότι δεν διαθέτουμε ακόμη επαρκή στοιχεία ή και μεθόδους για να απαντήσουμε. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι η πλειονότητα των ειδικών σήμερα έχουν πειστεί ότι η ψυχική διάθεση και η στάση των ασθενών επηρεάζει τουλάχιστον τη λειτουργία του ανοσοποιητικού τους συστήματος και μέσω αυτού τη θετική ή αρνητική εξέλιξη της ασθένειας!
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξαν και οι ερευνητές των σοβαρών καρδιαγγειακών παθήσεων. Από καιρό ήταν στατιστικά γνωστό ότι οι ασθενείς με πιο απαισιόδοξη και καταθλιπτική διάθεση έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από κάποιο σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο. Ομως, μολονότι ήταν γνωστό ότι τα αρνητικά συναισθήματα (κατάθλιψη, απαισιοδοξία) σχετίζονταν με τον θάνατο των ασθενών από καρδιαγγειακές παθήσεις, δεν είχε μελετηθεί επαρκώς η συσχέτιση των θετικών αισθημάτων (αισιοδοξία, θέληση για ζωή) με τον θάνατο πριν από το 2004.
Τη χρονιά αυτή ο Ερικ Τζ. Γκίλταϊ και οι συνεργάτες του στο Ψυχιατρικό Κέντρο GGZ Delfland της Ολλανδίας ανέλυσαν ένα μεγάλο όγκο δεδομένων, τα οποία προμηθεύτηκαν από την έρευνα Arnhem Elderly Study. Χάρη σε αυτά τα πολύτιμα δεδομένα κατάφεραν να διαπιστώσουν ότι οι πιο αισιόδοξοι καρδιοπαθείς ζούσαν πιο πολύ από τους πιο «απαισιόδοξους» ασθενείς με την ίδια πάθηση. Οι 999 καρδιοπαθείς (άνδρες και γυναίκες) που επέλεξαν να μελετήσουν ήταν ηλικίας μεταξύ 65 και 85 ετών και τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ένα εκτενές ερωτηματολόγιο, στο οποίο έπρεπε να περιγράψουν την κατάσταση της υγείας τους, την εκτίμηση που έτρεφαν για τον εαυτό τους και πόσο ικανοποιημένοι ήταν από τη ζωή τους και από τις σχέσεις τους. Τους ασθενείς παρακολούθησαν επί εννέα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν 397 θάνατοι.
Σε σύγκριση με τα άτομα που ήταν ιδιαίτερα απαισιόδοξα και ανικανοποίητα από τη ζωή τους, οι πιο αισιόδοξοι και με μεγαλύτερη θέληση για ζωή παρουσίαζαν μια πιθανότητα να αποβιώσουν κάτω από το 55% (που έπεφτε στο 23% σε όσους υπέφεραν μόνο από καρδιαγγειακές παθήσεις!). Οι ερευνητές διαπίστωσαν μάλιστα ότι η «αυτοπροστατευτική δράση» της αισιοδοξίας εκδηλώνεται εντονότερα στους άνδρες παρά στις γυναίκες. Αν κάποιο συμπέρασμα προκύπτει από όλα αυτά, αυτό είναι ότι η απαισιόδοξη και αρνητική στάση απέναντι στη ζωή επιταχύνει την έλευση του θανάτου· η μόνη αποτελεσματική μας αντίδραση στο αναπόδραστο του θανάτου είναι η απαραμείωτη -και φαινομενικά παράλογη- θέληση για ζωή.
Πηγή: Ελευθεροτυπία