Το πείραμα διεξήχθη από τον Δρ Wendell Johnson, παθολόγο ομιλίας, ο οποίος ήθελε να δείξει ότι οι επικρατούσες θεωρίες σχετικά με τις αιτίες του τραυλισμού ήταν λανθασμένες. Κατά τη δεκαετία του 1930 θεωρήθηκε λανθασμένα ότι ο τραυλισμός είχε μόνο οργανικό ή γενετικό αίτιο, όμως το πείραμα του παθολόγου έδειξε κάτι πολύ διαφορετικό, και εξαιρετικά σημαντικό.
Ο Δρ Johnson πίστευε ότι η 'τιτλοφόρηση' των παιδιών ως «τραυλοί» θα μπορούσε να χειροτερέψει την κατάστασή τους και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και να προκαλέσει τα κανονικά παιδιά να αρχίσουν να τραυλίζουν, χωρίς κανένα παθολογικό αίτιο. Για να αποδείξει την άποψή του, πρότεινε ένα πείραμα που από τότε έγινε γνωστό ως "Το Πείραμα Τέρας" ή "Η Μελέτη Τέρας" (The Monster Study), λόγο του ανήθικου τρόπου με τον οποίο διεξήχθη.
Προσλήφθηκαν εικοσιδύο νεαρά ορφανά παιδιά ώστε να συμμετάσχουν στο πείραμα, και στη συνέχεια χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Οι πρώτοι χαρακτηρίστηκαν ως «κανονικοί ομιλητές» και οι δεύτεροι «τραυλοί». Στην δεύτερη ομάδα (τραυλοί) στη πραγματικότητα μόνο οι μισοί έδειχναν κάποια σημάδια τραυλισμού, και στην πρώτη ομάδα κανένας.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος, οι «κανονικοί» ομιλητές (πρώτη ομάδα) έλαβαν θετικά σχόλια, ενθάρρυνση και επιβράβευση, αλλά η μεταχείριση της άλλης ομάδας ήταν που έκανε το πείραμα συνταρακτικό και διαβόητο. Τα παιδιά στην ομάδα με την ονομασία «τραυλοί» έγιναν πιο αυτοσυνείδητα για το «πρόβλημα» του τραυλισμού τους. Είχαν διδαχθεί για τον τραυλισμό και τους επισημάνθηκε να φροντίσουν να μην επαναλαμβάνουν τα λόγια τους. Άλλοι δάσκαλοι και προσωπικό του ορφανοτροφείου προσελήφθησαν (εν αγνοία τους) για να ενισχύσουν την «ετικέτα» που δόθηκε στα παιδιά της δεύτερης ομάδας, καθώς οι ερευνητές τους πληροφόρησαν πως ολόκληρη η ομάδα αποτελούνταν από τραυλούς και πρέπει να ονομάζονται έτσι, ως ένα είδος αρνητικά πειθαρχικής «θεραπείας».
Από τα έξι «κανονικά» παιδιά που βρίσκονταν στην δεύτερη ομάδα (τραυλοί), οι πέντε άρχισαν να τραυλίζουν μετά την αρνητική «θεραπεία», χωρίς προηγουμένως να έχουν κάποιο σημάδι τραυλισμού. Από τα πέντε παιδιά που τραύλιζαν πριν από τη πειθαρχική «θεραπεία», τα τρία έγιναν ακόμη χειρότερα. Σε σύγκριση, μόνο ένα από τα παιδιά στην ομάδα που χαρακτηρίστηκε ως «κανονικά» είχε μεγαλύτερα προβλήματα ομιλίας μετά το πείραμα, προφανώς λόγο αυξημένης ευαισθησίας και της παρατήρησης της συμπεριφοράς που δεχόταν η δεύτερη ομάδα.
Συνειδητοποιώντας τη δύναμη του πειράματός τους, οι ερευνητές προσπάθησαν να ανατρέψουν τις ζημιές που είχαν κάνει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το πείραμα απέδειξε πως η τιτλοφόρηση των παιδιών ως «τραυλοί» είχε μόνιμη επίδραση στην ψυχολογία τους, κάνοντάς τους να πιστέψουν πως όντως έχουν αυτό το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να το αναπαράγουν και να το αντιμετωπίζουν για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Είναι σαφές ότι αυτό το πείραμα εγείρει σημαντικές ηθικές ανησυχίες, παρά τις καλές προθέσεις του ερευνητή. Το 2001, 36 χρόνια μετά τον θάνατο του ερευνητή, το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, όπου διεξήχθη η μελέτη, εξέδωσε επίσημα συγγνώμη και ονόμασε το πείραμα τόσο λυπηρό όσο και ηθικά ανυπόφορο. Το 2003 έξι από τα παιδιά που συμμετείχαν στο πείραμα, ύστερα από δίκη που ξεκίνησαν οι ίδιοι ενάντια στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, δικαιώθηκαν με το ποσό των 575,000 ευρώ ο κάθε ένας, ως ηθική αποζημίωση.
Βλέπουμε ξεκάθαρα πως μια τιτλοφόρηση και ανάλογη συμπεριφορά προς το άτομο, μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικά και μόνιμα αποτελέσματα στη ψυχολογία ενός ανθρώπου, ειδικά εάν συμβαίνει στην παιδική ηλικία. Στις μέρες μας υπάρχουν αμέτρητα σχετικά παραδείγματα, όπως η τιτλοφόρηση παιδιών ως «Αυτιστικά» ή με «ΔΕΠΥ» (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας). Οι τίτλοι αυτοί μπορούν να προκαλέσουν στο παιδί ανεπανόρθωτες βλάβες, δημιουργώντας 'ψευδώς' την βάση στη ψυχολογία του παιδιού να αναπτύξει τα σχετικά προβλήματα, τα οποία δίχως την τιτλοφόρηση πιθανότατα να μην αναπαράγονταν ποτέ.
Παραπομπή πληροφοριών της έρευνας:
Dean, Jeremy, PhD. “The 'Monster Study' on Stuttering.” PsyBlog, 20 June 2007, www.spring.org.uk/2007/06/monster-study.php.